επιπεδογραφία

επιπεδογραφία
Όρος, που με την ευρεία έννοια υποδηλώνει το μέρος της τοπογραφίας το οποίο επιχειρεί με τη χρήση οργάνων και μεθόδων λογισμού να καθορίσει και να αναπαραστήσει μια ζώνη της γήινης επιφάνειας σε ένα οριζόντιο επίπεδο που εφάπτεται της γήινης σφαιρικής επιφάνειας σε ένα καθορισμένο σημείο. Η επιφάνεια που θα αναπαρασταθεί πρέπει να είναι περιορισμένης έκτασης (ζώνη με μέγιστη ακτίνα περίπου 30 χλμ.), έτσι ώστε να θεωρείται αμελητέα η καμπυλότητα της Γης. Ειδικότερα, ο όρος ε. υποδηλώνει τη σχεδίαση του εδάφους, δηλαδή τη γραφική αναπαράστασή του (σε προκαθορισμένη κλίμακα με τον καθορισμό της θέσης των διαφόρων σημείων που το χαρακτηρίζουν). Η ακριβής θέση αυτών των σημείων επιτυγχάνεται με τη μέτρηση αποστάσεων και γωνιών διευθύνσεων που δίνουν στοιχεία για τον υπολογισμό των συντεταγμένων που αντιστοιχούν στην προβολή των σημείων στο οριζόντιο επίπεδο. Οι γραφικές παραστάσεις της ε. διακρίνονται από την κλίμακα με την οποία έχουν σχεδιαστεί, δηλαδή από τον λόγο της μονάδας μέτρησης στο σχέδιο προς το αντίστοιχο μήκος πάνω στο έδαφος. Η κλίμακα συνήθως δίνεται είτε με τη μορφή κλάσματος, για παράδειγμα, 1:10.000 σημαίνει ότι 1 εκ. στον χάρτη αντιστοιχεί με 10.000 πραγματικά εκ., είτε με γραφική μορφή, τοποθετώντας σε μια ευθεία γραμμή ευθύγραμμα τμήματα που αναπαριστούν κατά κανόνα τις πραγματικές αποστάσεις. Πάνω, αεροφωτογραφία της Λισαβόνας. Κάτω, επιπεδογραφία της ζώνης που σημειώνεται στη φωτογραφία. Γενικά, η επιπεδογραφία εκτελείται σε μεγάλη κλίμακα και αναφέρεται ειδικότερα στη χαρτογραφική αναπαράσταση των οικιστικών κέντρων. Πάνω, αεροφωτογραφία της Λισαβόνας. Κάτω, επιπεδογραφία της ζώνης που σημειώνεται στη φωτογραφία. Γενικά, η επιπεδογραφία εκτελείται σε μεγάλη κλίμακα και αναφέρεται ειδικότερα στη χαρτογραφική αναπαράσταση των οικιστικών κέντρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”